κυαναμπυξ

κυαναμπυξ
    κυανάμπυξ
    κυᾰν-άμπυξ
    -ῠκος adj. [κυανός II] окруженный темно-синим кольцом
    

(Θήβα Pind.; Δᾶλος Theocr.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κυαναμπυξ" в других словарях:

  • κυανάμπυξ — κυανάμπυξ, υκος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει κυανό διάδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἄμπυξ «διάδημα»] …   Dictionary of Greek

  • άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… …   Dictionary of Greek

  • κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… …   Dictionary of Greek

  • κυανάμπυκα — κυανάμπῡκα , κυανάμπυξ with dark masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανάμπυκας — κυανάμπῡκας , κυανάμπυξ with dark masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανάμπυκι — κυανάμπῡκι , κυανάμπυξ with dark masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»